ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚAIΝΟΥΡΓΙΑ ΜΑΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΔΩ

ΚΠΕ ΟΜΗΡΟΥΠΟΛΗΣ ΧΙΟΥ - Γλωσσάρι
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Αρχική Σελίδα
Δράσεις
Επισκέψεις Σχολείων
Περιοδικό "Ασπέτσα"
ΣΚΙΝΟΣ
ΚΛΕΙΔΟΥ
ΚΑΜΠΟΣ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
Βιβλιοθήκη ΚΠΕ
Συνεργαζόμενα Δίκτυα
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΠΕ(...ΟΤΑΝ Η ΦΥΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ...)





Ξεχάσατε τον κωδικό σας;
Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφή

Γλωσσάρι Εκτύπωση E-mail
Γράφει ο/η Administrator   
25.03.06

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Αβιζής, ο :κυνηγός. Η λέξη δεν είναι εύχρηστη. Χρησιμοποιείται σπάνια, αντί της λ. κυνηγός, ή σπανιότατα, τσυνηγός, όπως την έλεγαν οι γεροντότεροι.- Τουρκικά αν= το κυνήγι, avci=o κυνηγός.

Άμια, η ή μουστρί: γεωργικό εργαλείο με σχήμα αντεστραμμένου γιώτα (ι), με το οποίο τραβούν χώματα και πέτρες, ανοίγουν αυλάκια για φύτεμα καπνού, για κήπους κ.ά. Αρχ. Άμη, η = φτυάρι, σκαπάνη.

Αναπινάδα ή Νεροπινάδα Μαστίχη που πριν πήξει καλά καλά, πριν στερεοποιηθεί πλήρως απορρόφησε το νερό και έγινε μαύρο, πισσοειδές και επομένως πολύ χαμηλής ποιότητας και εμπορικής αξίας. Λέγεται αναπινάδα από το αρχαίο ρήμα αναπίνω που σημαίνει ρουφώ, αναροφώ. Το συναντάμε και με την ονομασία μαυρομάστιχα , λόγω του χρώματός της.

Βολαρίδα ή αποβωλιάρικη Είναι η μαστίχα που κόλλησε (συσωματώθηκε), γιατί μαζεύτηκε προτού πήξει καλά, έγινε «βώλος» και ΄χασε και αυτή την εμπορική της αξία.

Δάκρυ Μαστίχα πιο μικρή από τη δακτυλιδόπετρα, πολύ πιο μικρή από το φλισκάρι που κρέμεται σαν «δάκρυ»

Δακτυλιδόπετρα Μικρότερα κομμάτια από το φλισκάρι που έχουν το σχήμα «πέτρας δακτυλιδιού» .

Δρομόνι, το Μεγάλο στο μέγεθος κόσκινο, με μεγάλες τρύπες, με το οποίο κοσκίνιζαν κατά το ξανέμισμα άχυρα ανακατεμένα με σιτάρι. Το σιτάρι έπεφτε κάτω, ενώ τα άχυρα έμεναν μέσα στο δρομόνι. Το κύριο μέρος αρχικά κατασκευαζόταν από δέρμα τρυπημένο πυκνά, δεν ήταν δηλαδή μεταλλικό, όπως ήταν τα άλλα κόσκινα. Π.χ το σιταρικό.(Δέρμα>δερμόνι>δρομόνι, πρβλ: Δερμοκαϊτης > Δρομοκαϊτης. Προέρχεται από το ρήμα δρομονίζω που σημαίνει: κοσκινίζω τον σίτον δια δρόμωνος.

Κάμνω:1 κάνω, εκτελώ, ενεργώ, εργάζομαι ( η κοινή και συνηθέστατα σημασία του). Η φράση Είντα κάμνεις; Αποτελεί τον συνηθέστερο χαιρετισμό μετά τις πρωινές ώρες και πριν από τις απογευματινές. Και ο αντιχαιρετισμός: Εδώ καθό(μ)εστεν (αν δεν απασχολούνται) ή περνούμεν ( ενν. καπνό) ή καθαιρίζο(μ)εν (ενν. μαστίχι) κλπ. 2.μαζεύω (συλλέγω) μαστίχι (βλ. καμωτήρι(ν).3.οργώνω (με άλτρο) χωράφι:Δος μου το βούδι σου να πάω ταχύ να κάμνω.

Καμωτήρι(ν), το:μικρό εργαλείο, που αποτελείται από μικρή ισόπλευρη τριγωνική (μήκος πλευράς 0,01-0,02 μ.) και λεπτή λαμαρίνα, της οποίας η μια κορυφή είναι στερεωμένη σε μικρό, σαν μεγάλο πούρο, ξύλο. Το χρησιμοποιούν για να μαζεύουν το μαστίχι, να «κάμνουν»(βλ. κάμνω 2)

 

Καυκί ή καυτσί(ν), το:μικρό καλαμένιο πλέγμα, περίπου σαν παχύ μεγάλο φλυτζάνι, σαν «μπολ», με λαβή όχι στα πλάγια, αλλά από ένα σημείο του χείλους στο ακριβώς απέναντι. Το χρησιμοποιούν αποκλειστικά κατά το μάζεμα του μαστιχιού. Σήμερι εμάζωξα έξι καυτσά. Ο Κοραής (?τακτα, Α, 246)γράφει: «ΚΑΥΚΙΝ?Σημαίνει γενικώς αγγείον ή Δοχείον, και κατεξαίρετον, δοχείον υγρών» (καύκος> μεταγν. Υποκορ. καυκίον > καυκί> καυτσί).

Κυλιστό-κυλιαστό ή Ψιλό (Κούκουδο)Πολύ μικρά κομμάτια που πέφτοντας από την τομή «κυλούν» στο έδαφος. Έτσι αποκτούν σφαιρικό σχήμα (γίνονται στρογγυλά σαν το σκάγι) και ξεραίνονται γρήγορα.

Λίγος (του φεγγαριού) Λίος, το:Μόνο ονομ. και γενική ενικού (λίους) έχει η χάση, η ελάττωση του δίσκου της σελήνης, που διαρκεί 14 ημέρες, το ½ της περιόδου. Αντίθ. Γέμιση (βλ. λ.). Για τον γραμματικό τύπο πρβλ.τα Κρητικά το πρέπος, το σκέπος, το δώρος και αλλού το τρύγος, το κούρσος, στα Φαρασα το γάμος= ο γάμος. Βλ. και απόλιος. Ο Παασπάτης λέγει : «Ούτω καλείται η μετά την πανσέληνον περίοδος της σελήνης, εκ του ολίγος». Μπορεί να υποστηριχθεί και η σχέση με το ρ. λήγω (= τελειώνω), οπότε πρέπει να γράφεται με η (λήγος). Για την κατάληξη πρβλ. το μέτρος.Λίος, λία, λίο(ν), λίγος< ολίγος. Υποκορ. λιάιν.

Μαλαθούνα η, πλέγμα, καλάθι πλατύ και ρηχό, σαν ταψί, που το χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν το νεοσυλλεγμένο μαστίχι από τα χωράφια στο σπίτι, ώστε να μη βωλιάσει(βλ.λ.) Μτγν. μάλαθος (= κάλαθος)> μεγεθυντικό μαλαθούνα.Στα Καλάβρυτα μαλάθα λένε το μεγάλο καλάθι. Βλ. περιοδ. «Πλάτων» τεύχος 46 (1944) σ. 224. Ο Πασπάτης στη λ. μαλαθούνι γράφει: « Η λέξις αύτη ενθυμίζει την Ελληνικήν Μαραθών και Μαραθρών, τόπον κατάφυτον με μάραθρον. Καθώς ο Μαραθρών εγένετο Μαραθών , ούτω και το Μαραθούνι εκ του Μαραθρούνι».

Νελιγώνει- ανελει-ώνω:(χωρίς συνίζηση) 1.Μετβ. θερμαίνω κάτι στερεό ( βούτυρο, λίπος, κερί, μαστίχι κ.ά.) και το μεταβάλλω σε ρευστό.2. Αμτβ. Θερμαίνομαι (ή ζεσταίνομαι και γίνομαι ρευστός (ιδρώνω), λειώνω: Βγάλε τον αφ? τη φωθκιά γιατί α (=θα) ΄νελειώσει. Ο Πασπάτης γράφει αναλιγόνω και αναφέρει ρ. λιγόων, προφανώς από το επίθετο (ο)λίγος. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ρ. λιγώνω (= προκαλώ σε κάποιον τάση για έμετο) και ετυμολογεί από το ολίγος. Είναι φανερό από την ερμηνεία ότι το λιγώνω τούτο δεν έχει σχέση με το λειώνω του ανελειώνω. Τολμώ να ετυμολογήσω από το επίθετο λείος > λειώνω.

Πίττα, η Είναι ο αφρός της μαστίχας που δημιουργείται όταν πέσουν πολλές σταγόνες μαστίχες η μία πάνω στην άλλη. Έχει σχήμα μάλλον στρογγυλό σαν μικρή πλάκα και το μεγαλύτερο κομμάτι είναι από 7cm2 έως 3,5 cm2

 

Σκόνη Τα υπολείμματα της κατεργασίας. Η σκόνη ανήκε εθιμικά στην γυναίκα του παραγωγού, η οποία την κρατούσε ως δώρο, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών γινόταν από τις γυναίκες. Αυτή την αντάλλασε στους πλανόδιους πωλητές με ίσο βάρος σε ρύζι, μακαρόνια, ζάχαρη κ.λ.π.

Συγγενής ετυμολογικά με το αμέω-ώ = θερίζω, μαζεύω, σωριάζω. Πρβλ. αμητός = συγκομιδή. Στα αρχαία άμη

Φλισκάρι ή καντηλέρα Κομμάτια μαστίχας πιο μικρά από την πίτα , πιο διαυγή, γιατί δεν πέφτουν στη γη , αλλά κρέμονται από την τομή σαν «καντήλι». Η συλλογή του γίνεται πάντα με το τιμητήρι.

Φροκάλημα, το Από το ρήμα φροκαλώ που σημαίνει σκουπίζω με τη φροκαλιά. Η λέξη σκούπα δεν εχρησιμοποιείτο στο Πυργί. Είναι λατινογενής: ( Λατ. Scopa). Αντί του σκουπίζω έλεγαν φροκαλώ προκειμένου για το χώρο και σφουτζίζω προκειμένου για οικιακά σκεύη και έπιπλα. (τραπέζια, καθίσματα, πιάτα, ποτήρια κλπ. Φιλόκαλος> φιλοκαλώ> φροκαλώ Βλ. Αγ. Τσοπανάκη Νεοελληνική Γραμματική, σελ.387 (&554,α).

Φύκια τα ξερά φύλλα του σκίνου που έχουν πέσει κάτω

Τελευταία ανανέωση ( 20.02.09 )